προέρχομαι

προέρχομαι
ΝΜΑ
έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)
μσν.
1. (για αξιωματούχους) κάνω δημόσια επίσημη εμφάνιση, βγαίνω από το παλάτι
2. (για μοναχούς και μοναχές) βγαίνω από το μοναστήρι, εμφανίζομαι δημοσία («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῑν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ ἐκκλησία χάριν τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)
μσν.-αρχ.
1. προπορεύομαι, προηγούμαι, πηγαίνω πρώτος (α. «ἐκεῑνος προελθὼν τοῡ λοχαγοῡ πρότερος ἐπορεύετο», Ξεν.
β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῑν», Ιουστίν.)
2. φεύγω από οίκημα ή χώρο, βγαίνω έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῡ οἰκίας», πάπ.
β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)
3. εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ εἶναι προελθόντα», Ευσ.
β. «διὸ καὶ πλάγια προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προχωρώ, κινούμαι προς τα εμπρός («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῡ χωρίου ἔνθα ἡ συμβολή ἐγένετο», Ξεν.)
2. ανεβαίνω στο βήμα, παρουσιάζομαι για να λάβω τον λόγο (προελθὼν ὁ κήρυξ ἐκήρυττε», Αισχίν.)
3. διανύω απόσταση, κάνω δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», Πλάτ.)
4. προχωρώ στη διήγηση ή στη συζήτηση («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», Πλάτ.)
5. εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προοδεύω («ἐπειδὴ ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)
6. (με γεν.) φθάνω ώς έναν βαθμό σε κάτι κακό, χειροτερεύω («εἰς τοῡτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», Δημοσθ.)
7. φθάνω πρώτος κάπου («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», Θουκ.)
8. αποβαίνω, γίνομαι κάτι («τὸ δοκοῡν τοῑς πολλοῑς νόμος προῆλθεν ἐμοί», Αφθόν.)
8. (για χρόνο) περνώ («μετὰ δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», Πλάτ.)
9. (για βιβλίο) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προέρχομαι — προέρχομαι go forward pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέρχομαι — προέρχομαι, προήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προέρχομαι — προήλθα, προκύπτω, κατάγομαι, οφείλομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάγομαι — προέρχομαι, έχω την αρχή μου, είμαι από κάπου: Η Μαρία κατάγεται από τη Χαλκίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προελθόντ' — προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act neut nom/voc/acc pl προελθόντα , προέρχομαι go forward aor part act masc acc sg προελθόντι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat sg προελθόντε , προέρχομαι go forward aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • προελθοῦσ' — προελθοῦσα , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προελθοῦσι , προέρχομαι go forward aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προελθοῦσαι , προέρχομαι go forward aor part act fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελήλυθ' — προελήλυθα , προέρχομαι go forward perf ind act 1st sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf imperat act 2nd sg προελήλυθε , προέρχομαι go forward perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθετε — προέρχομαι go forward aor subj act 2nd pl (epic) προέλθετε , προέρχομαι go forward aor imperat act 2nd pl προέλθετε , προέρχομαι go forward aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλθω — προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor subj act 1st sg προέλθω , προέρχομαι go forward aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”